- ασπαλιευτικός
- ἀσπαλιευτικός, -ή, -όν (Α)1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ψαρά2. το θηλ. ως ουσ. η τέχνη του ψαρά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀσπαλιευτικά — ἀσπαλιευτικός of neut nom/voc/acc pl ἀσπαλιευτικά̱ , ἀσπαλιευτικός of fem nom/voc/acc dual ἀσπαλιευτικά̱ , ἀσπαλιευτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπαλιευτικόν — ἀσπαλιευτικός of masc acc sg ἀσπαλιευτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπαλιευτικῆς — ἀσπαλιευτικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπαλιευτική — ἀσπαλιευτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπαλιευτικήν — ἀσπαλιευτικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)